- νάννας
- νάννας, ὁ, θηλ. νάννα (Α)(κατά τον Ησύχ.) θείος ή θεία από τον πατέρα ή από τη μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. νέννος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάνναν — νάννᾱν , νάννα maternal fem acc sg (doric aeolic) νάννᾱν , νάννας maternal masc acc sg (epic doric aeolic) νάννας maternal masc acc sg νάννᾱν , νάννη maternal fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάνναζον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιζόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την λ. νάννας «θείος ή θεία από τον πατέρα ή από την μητέρα»] … Dictionary of Greek
νέννος — και στον Ησύχ. και νάννας, ὁ (ΑΜ) ο αδελφός τού πατέρα ή τής μητέρας, ο θείος αρχ. ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέννος (με αναδιπλασιασμό νε και εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, πρβλ. αρχ … Dictionary of Greek
ναννάριον — ναννάριον, τὸ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι ἀσώτων» 2. ως κύριο όν. Ναννάριον όνομα εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποκοριστικό τ. τού νάννας, παράλλ. τ. τών νέννος, νόννος, που δήλωναν τον θείο ή, στον αντίστοιχο θηλ. τ., τη θεία ή τη… … Dictionary of Greek
νανναρίς — νανναρίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για άλλο υποκορ. τ. τού νάννας* (βλ. λ. ναννάριον)] … Dictionary of Greek
νάννη — νάννα maternal fem nom/voc sg (attic epic ionic) νάννας maternal masc voc sg νάννη maternal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nana, nena etc. — nana, nena etc. English meaning: mother, etc.. (child word) Deutsche Übersetzung: Lallwort Material: O.Ind. nanü “mother, Mũtterchen”, *nanünü reshaped (after svasü : svasr ) to nanündar “of Mannes sister “, Pers. nana… … Proto-Indo-European etymological dictionary